Συνέντευξη K. Γεωργουσόπουλου κατά την αναγόρευσή του ως επίτιμου διδάκτωρα

Συνέντευξη: 

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

1/7/2006
Συνέντευξη στον Σ.Ν. Κοδέλλα

Το Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετά από πρωτοβουλία του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, αναγόρευσε σε επίτιμο διδάκτορά του, στις 19 Ιουνίου 2006, μια ξεχωριστή προσωπικότητα των Γραμμάτων και των Tεχνών, τον κριτικό θεάτρου, φιλόλογο και διδάσκοντα στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου μας, κ. Κώστα Γεωργουσόπουλο. O κ. Κ. Γεωργουσόπουλος γεννήθηκε στη Λαμία το 1937. Σπούδασε Φιλολογία, Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, όπου υπήρξε μαθητής του Δημήτρη Ροντήρη και του Γιάννη Σιδέρη. Ποιητής, μεταφραστής, κριτικός, δοκιμιογράφος και εκπαιδευτικός, συνεργάστηκε στενά με τον Κάρολο Κουν και τον Σπύρο Ευαγγελάτο και θήτευσε τόσο στο Εθνικό Θέατρο όσο και στη Λυρική Σκηνή. Συνέβαλε καθοριστικά στο να αναδειχθεί το νεοελληνικό θέατρο τόσο με τα κείμενα και τις κριτικές του όσο και με τη διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπήρξε, μάλιστα, από τους πρώτους που τόνισε, μέσω των επιφυλλίδων του στις αρχές της δεκαετίας του 1980, την ανάγκη ίδρυσης Τμημάτων Θεατρικών Σπουδών στα Ελληνικά Πανεπιστήμια. Δέκα περίπου χρόνια μετά ήταν από τους πρώτους που κλήθηκαν να διδάξουν στο νεοσύστατο τότε Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου μας, κάτι που συνεχίζει να κάνει ακόμα και σήμερα με μεγάλη επιτυχία.

 

Στην προσφώνησή του ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου μας, καθηγητής κ. Γ. Μπαμπινιώτης, υπογράμμισε ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών τιμά τον Κ. Γεωργουσόπουλο για την προσφορά του στα γράμματα, στο θέατρο και γενικότερα στον πνευματικό χώρο στον τόπο μας. «Το να πω ότι ο Κώστας Γεωργουσόπουλος είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα νομίζω ότι θα ήταν μια απλή διαπίστωση. Θα προχωρήσω, λοιπόν, ένα βήμα παραπάνω για να πω ότι είναι μια προσωπικότητα αναγεννησιακού τύπου. Αυτός ο τύπος του σοφού και του εμβαθύνοντος και του ανθρώπου που τα αγαπάει όλα και προσπαθεί να μπει σε όλα όσα έχουν σχέση με το πνεύμα. O Κώστας Γεωργουσόπουλος είναι ένας διανοούμενος, μια κατεξοχήν μορφή διανοουμένου Έλληνα στον νεότερο ελληνισμό και όχι απλώς στην εποχή μας. Κύριο χαρακτηριστικό του που εγώ θα ξεχώριζα είναι το δημιουργικό μυαλό που τον διακρίνει. Ένα μυαλό που γεννάει πρωτότυπες ιδέες και καταφέρνει πάντοτε να συλλάβει τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων».
«Θα πρέπει ως γλωσσολόγος», συνέχισε ο κ. Μπαμπινιώτης, «να σταθώ στη σχέση του τιμωμένου με τη γλώσσα. Θεωρώ ότι είναι ένας από τους μεγάλους μάστορες της ελληνικής γλώσσας. Όχι μόνο γιατί ξέρει διαχρονικά την ελληνική γλώσσα, τον αρχαίο και μεσαιωνικό λόγο, τη γλώσσα των ιερών κειμένων, τη γλώσσα του θεάτρου αλλά και γιατί ο ίδιος με τη γλώσσα του, πέρα από τη γνώση, δημιουργεί γλωσσικά. Η ποίησή του είναι δημιουργία. Κατεξοχήν δημιουργία είναι οι μεταφράσεις του. O τιμώμενος έχει τη δύναμη της παρρησίας, να πει τη γνώμη του, όχι μόνον στη θεατρική κριτική, αλλά και σε θέματα της επικαιρότητας. Δεν ξεκινά ποτέ να επικρίνει κάτι και να σταθεί στην επίκριση, αλλά πάντοτε έχει θέση και έχει πρόταση. Αυτό είναι το σημαντικό για έναν πνευματικό άντρα».
O καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών κ. Σπύρος Ευαγγελάτος παρουσίασε τη ζωή και το έργο του τιμωμένου, υπογραμμίζοντας ότι ο Κ. Γεωργουσόπουλος «έχει στραφεί προς πάρα πολλούς τομείς, σε καθέναν από τους οποίους έχει διαπρέψει με τον δικό του τρόπο». «Γράφει τις θεατρικές του κριτικές με μεγάλο πάθος και είναι μέγας αρωγός του νεοελληνικού σύγχρονου θεατρικού έργου. Χωρίς τον Γεωργουσόπουλο δεν θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα προς τη νεοελληνική δραματογραφία έτσι όπως τα ξέρουμε σήμερα. O τιμώμενος βοήθησε και τους δόκιμους αλλά και τους παλαιότερους και κυρίως τους νεότερους και τους άγνωστους του ελληνικού θεάτρου».
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο κ. Γεωργουσόπουλος μάς μιλά για το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών και τους φοιτητές του, για τις θεατρικές σπουδές στην Ελλάδα και τους σύγχρονους έλληνες θεατρικούς συγγραφείς αλλά και τη θεατρική κριτική που υπηρετεί εδώ και δεκαετίες.

Τι σημαίνει για εσάς η τιμή που σας επεφύλαξε το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών;

Χωρίς να θεωρηθεί αλαζονεία, η θητεία μου στη Μέση και την Ανώτατη εκπαίδευση, το κριτικό μου έργο, το μεταφραστικό, τα τραγούδια μου αλλά και οι υπηρεσίες που πρόσφερα στον τόπο ιδρύοντας τα Δημοτικά Περιφερειακά θέατρα, θεσμοθετώντας τις θεατρικές επιχορηγήσεις, η προεδρία μου στο Κέντρο Έρευνας και Πρακτικών Εφαρμογών του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος – «Δεσμοί», τα τελευταία χρόνια η προσπάθειά μου ως Προέδρου να αναβαθμίσω και να κάνω λειτουργικό το θεσμό του Θεατρικού Μουσείου, η προεδρία μου στην επιτροπή των βραβείων του Θεατρικού Μουσείου και στο Βραβείο Χορν, η επανειλημμένη προεδρία μου στις επιτροπές του ΥΠ.ΠO. των τιμητικών συντάξεων, των Κρατικών Θεατρικών Βραβείων και των Βραβείων λογοτεχνίας, οι περίπου 5.000 ώρες ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών για το θέατρο και τη λογοτεχνία, αναγνωρίστηκαν και εκτιμήθηκαν από τους αγαπητούς καθηγητές του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών για να καταλήξουν προς τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου με την πρόταση για την απονομή του τίτλου του Επίτιμου Διδάκτορα. Oι προηγηθέντες στο ίδιο Τμήμα Επίτιμοι Διδάκτορες, ο Ζυλ Ντασέν, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Αλέξης Σολομός και η αείμνηστη Ελένη Χατζηαργύρη, καθιστούν την τιμή που μου έγινε δυσβάστακτο προνόμιο.

Τι έχετε αποκομίσει από τη διδασκαλία στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών;

Δέκα χρόνια πριν από την ίδρυση του πρώτου Τμήματος Θεατρικών Σπουδών στον τόπο μας, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είχα δημοσιεύσει τέσσερεις επιφυλλίδες για την ανάγκη ίδρυσης θεατρολογικών Τμημάτων στα Πανεπιστήμια και είχα σχολαστικά και τεκμηριωμένα καθορίσει το πρόγραμμα και το περιεχόμενο των σπουδών.
Όταν, λοιπόν, βρέθηκα να διδάσκω εκεί άμα τη ιδρύσει του Τμήματος, χάρηκα που το εύρος και το περιεχόμενο της διδακτέας ύλης συνέπιπτε με τις εκτιμήσεις μου.
Το γεγονός πως οι εκλεγέντες καθηγητές ήταν οι άριστοι του κλάδου καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα ειδικοτήτων, ιστορικών, δραματολόγων, κριτικών, ιστοριοδιφών, θεωρητικών της λογοτεχνίας, κριτικών των εικαστικών και των εφηρμοσμένων τεχνών, ικανοποίησε τη δίψα για σπουδή των νέων που προσέτρεξαν να εξοπλιστούν με εργαλεία, μεθόδους και ποικιλία θεωρητικών προσεγγίσεων ενός πράγματι πολυσύνθετου επιστημονικά αντικειμένου.
Στο Τμήμα γίνεται σπουδαία δουλειά υποδομής, τεκμηρίωσης και κριτικής έρευνας του θεατρικού φαινομένου χάρη στο ανοιχτό πνεύμα των δυο πρώτων καθηγητών που εναλλάσσονται έκτοτε στην Προεδρία του Τμήματος, του Σπύρου Ευαγγγελάτου και του Βάλτερ Πούχνερ.

Ποια η σχέση με τους φοιτητές σας;

H σχέση μου με τους φοιτητές είναι άριστη, πιθανόν γιατί προϋπήρξα επί τριάντα χρόνια καθηγητής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή παλαιότερα φροντιστής, άρα γνώστης των αναγκών και των ελλείψεων των αποφοίτων των ελληνικών Λυκείων. Δεδομένου ότι ουδέποτε υπήρξε πρόβλημα με τους φοιτητές μου, αφού έδινα μόνο βιβλιογραφία και εξέταζα μόνο προφορικά, θεωρώ ότι η επικοινωνία μας υπήρξε εποικοδομητική.

Πώς θα σχολιάζατε τις θεατρικές σπουδές στην Ελλάδα; Υπάρχουν κάποιες κατευθύνσεις (θεωρητική – πρακτική) που ενδεχομένως δεν έχουν αναπτυχθεί όσο θα έπρεπε;

Oι θεατρικές σπουδές Πανεπιστημιακού επιπέδου νομίζω ότι είναι άριστες. Αν, μάλιστα, στα Τμήματα που δεν διαθέτουν και πρακτική άσκηση τουλάχιστον προσετίθετο και αυτό το μάθημα, ώστε οι φοιτητές να γνωρίζουν τη θεατρική κουζίνα, τότε πράγματι θα ήταν απολύτως πλήρεις. Όσον αφορά τη θεατρική εκπαίδευση στις Δραματικές Σχολές νομοθετικά έχει σταθμεύσει στη δεκαετία του '30!

Συγκεκριμένα, πώς θα σχολιάζατε τη σπουδή του αρχαίου ελληνικού θεάτρου –συμπεριλαμβανομένης της μετάφρασης των αρχαίων θεατρικών κειμένων– στα ελληνικά Τμήματα Θεατρικών Σπουδών;

 

Δίδαξα επί 16 χρόνια αρχαίο δράμα στο Τμήμα και βέβαια από μετάφραση. Φρόντιζα μάλιστα οι φοιτητές να ελέγχουν, διαθέτοντας μια ποικιλία μεταφραστικών δοκιμών, ώστε μαζί με τη δραματολογική ανάλυση να γίνεται και συγκριτική μεταφρασεολογία.

Σύγχρονοι Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς: μπορούμε στο μέλλον να περιμένουμε περισσότερα και καλύτερα έργα;

Διαθέτουμε 20 περίπου μεταπολεμικούς έλληνες θεατρικούς συγγραφείς που ειδολογικά καλύπτουν ένα άνυσμα τεράστιο από τον νατουραλισμό, τον ρεαλισμό, τον συμβολισμό, την ηθογραφία, τη φάρσα, την κωμωδία ηθών ως τον υπερρεαλισμό, το παράλογο και το μεταμοντέρνο ιδίωμα. Ανάλογη ομάδα μόνο η Αγγλία έχει να παρουσιάσει. Κάθε τόσο παίζονται σπουδαία έργα που αν δεν ευδοκιμούν ευρωπαϊκά ευθύνεται η «μικρή» μας γλώσσα και η αδιαφορία του κρατικού μηχανισμού διάχυσης του νέου ελληνικού πολιτισμού.

Η ιστορία θεάτρου έχει καθιερωθεί ως επιστημονικό αντικείμενο σε αντίθεση με τη θεατρική κριτική που της καταλογίζεται ότι είναι άκρως υποκειμενική. Εσείς τι λέτε επ' αυτού;

Προσωπικά πιστεύω ότι οι ρόλοι της θεατρικής κριτικής και της ιστορίας του θεάτρου είναι αλληλένδετοι. Ένας ιστορικός για να μπορέσει να στηρίξει τις απόψεις του πρέπει να έχει πηγές. Oι πηγές του ιστορικού του θεάτρου είναι, όμως, οι ίδιοι οι κριτικοί, οι αυτόπτες μάρτυρες μιας εποχής. Το ευτύχημα είναι ότι οι θεατρικοί κριτικοί διαφωνούν μεταξύ τους. Αυτό δίνει ακριβώς την ευκαιρία στον έλεγχο, τη διασταύρωση και την τεκμηρίωση των στοιχείων από τον ιστορικό που μελετά το θέατρο.
O κριτικός πρέπει να έχει πάθος και άποψη για τα πράγματα. Η γνώμη του είναι χωρίς καμία αμφιβολία υποκειμενική, αρκεί, όμως, την άποψη αυτή να την εκθέτει και να δεσμεύεται γι' αυτήν. Και φυσικά να κρίνεται γι' αυτήν και να λαμβάνεται υπόψιν στην κριτική του ότι αυτή είναι η τοποθέτησή του απέναντι στα ιδεολογικά, τα υφολογικά και ηθικά προβλήματα του θεάτρου.
Παρότι η γνώμη του κριτικού είναι υποκειμενική, πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο κριτικός λαμβάνει πάντοτε υπόψη του όταν γράφει την οικονομική ιστορία του θεάτρου, την ιστορία των μορφών και των ειδών, τις ποικιλίες που κάθε φορά δημιουργήθηκαν μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές και αισθητικές και πολιτικές συνθήκες. O υποκειμενικός, λοιπόν, κριτικός συγκροτεί την υποκειμενική του άποψη βασισμένος πάνω στις αντικειμενικές ουσιαστικά γνώσεις που του παρέχει η ιστορία του θεάτρου. Με αυτή την έννοια, οι τρεις διαστάσεις της θεατρολογίας: η ιστορία του θεάτρου, η δραματολογία και η θεατρική κριτική ουσιαστικά συμπορεύονται, αλληλοεξαρτώνται, είναι συμπληρωματικές και μαζί δημιουργούν το υπόβαθρο το θεωρητικό, το αξιολογικό που οδηγεί το θέατρο προς τα εμπρός.

Υπάρχουν "αρχές" και "αντικειμενικά κριτήρια" που διέπουν τη θεατρική κριτική;

Oι "αρχές" της κριτικής του θεάτρου είναι οι ίδιες που διέπουν κάθε δημόσια ανάληψη ευθύνης. Η "ηθική" της κριτικής είναι η ομολογία χωρίς περιστροφές των αισθητικών της προτιμήσεων, της ιδεολογικής της βάσης και της ιστορικής τού θεάτρου εποπτείας. Το κύρος του κριτικού συγκροτείται από τη διάρκειά του που σημαίνει αποδοχή των κριτηρίων του και αναγνωσιμότητα. Αντικειμενική κριτική για πνευματικά θέματα δεν υπάρχει. Η υποκειμενικότητά της αντικειμενικοποιείται όταν συμπίπτει με άλλες υποκειμενικές κρίσεις και από την αποδοχή του κοινού.

Η λειτουργία του θεάτρου στην κλασική εποχή και σήμερα: ομοιότητες – διαφορές...

Στην αρχαιότητα το θέατρο ήταν Σχολείο της Δημοκρατίας και παιδευτικός θεσμός του άστεως. Σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση, είναι συστατικό του πνευματικού βίου και, στη χειρότερη, προϊόν φυγής, διασκέδασης και εμπορίου.

Πώς θα χαρακτηρίζατε την κρατική πολιτική γενικότερα για τον πολιτισμό και ειδικότερα για το θέατρο;

Σπασμωδική, συγκεχυμένη και απαρχαιωμένη.

Oι επιφυλλίδες σας διαβάζονται κάθε φορά από δεκάδες χιλιάδες αναγνώστες. Αισθάνονται οι τελευταίοι την ανάγκη να επικοινωνήσουν μαζί σας; Ποιες είναι οι αντιδράσεις τους;

Τα δεκάδες ντοσιέ του αρχείου μου που απόκεινται στο Ε.Λ.Ι.Α. περιέχουν χιλιάδες θετικές, αρνητικές ακόμη και υβριστικές αντιδράσεις στις κριτικές μου και στις επιφυλλίδες μου, στα σχόλια και στις συνεντεύξεις μου. Παρήγορο το γεγονός, γιατί η έλλειψη αντιδράσεων, η σιωπή του αποδέκτη σημαίνει αδιαφορία προς τις θέσεις, τις απόψεις και τις προκλήσεις του κριτικού λόγου.
Υπάρχουν, όμως, και οι εμφανείς αντιδράσεις. Τρεις μηνύσεις για θέσεις μου που κατέληξαν σε ισάριθμες αθωώσεις, η συγγραφή και ανάθεση σχολικών εγχειριδίων, το κρατικό βραβείο κριτικής, το βραβείο Oυράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το κριτικό μου έργο, το χρυσό μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων και τώρα η αναγόρευση μου ως Επίτιμου Διδάκτορα είναι θετικές, νομίζω, αντιδράσεις στη δραστηριότητα και στα γραπτά μου.
Εμφανείς πάντως αρνητικές αντιδράσεις θα καταγραφούν προσεχώς όταν αποδημήσω, όπου θα προστρέξουν οι χιλιάδες μαθητές μου και αναγνώστες και άλλοι τόσοι που θα σπεύσουν για να βεβαιωθούν ιδίοις όμμασι ότι απαλλάχτηκαν από την αφεντιά μου!

 

ΠΗΓΗ: http://www.kapodistriako.uoa.gr